παιδόφιλος

παιδόφιλος
παιδό-φῐλος, ον,
A loving children, fem. παιδοφίλη, epith. of Demeter, Orph.H.40.13; Γέλλως παιδοφιλωτέρα, of over-fond mothers, Sapph.47.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παιδόφιλος — παιδόφιλος, ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α) 1. αυτός που αγαπά τα παιδιά, φιλότεκνος 2. παιδεραστής 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοφίλη προσωνυμία τής Δήμητρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φίλος] …   Dictionary of Greek

  • παιδοφιλωτέρα — παιδοφιλωτέρᾱ , παιδόφιλος loving children fem nom/voc/acc comp dual παιδοφιλωτέρᾱ , παιδόφιλος loving children fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • славянофил — начиная с В. Л. Пушкина, 1811 г.; К. Батюшков, 1813 г.; первонач. обозначало приверженцев Шишкова и Беседы с их пристрастием к цслав. словам, позднее – идеалистически настроенных любителей всего славянского; ср. также Арнольд, Zschr. f. d. Wf. 8 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”